- αλλαντίαση
- η(ιατρ.), δηλητηρίαση από μολυσμένα αλλαντικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
αλλαντικό βακτηρίδιο — Ραβδόμορφο βακτηρίδιο (κλωστίδιο το βοτουλικό), που σχηματίζει σπόρια και ανήκει στην ομάδα των αναερόβιων μικροοργανισμών. Το βακτηρίδιο αυτό εκκρίνει ισχυρότατη ειδική εξωτοξίνη, 50 φορές πιο ισχυρή από την τετανική, που προσβάλλει το νευρικό… … Dictionary of Greek